μολπῆτις

μολπῆτις
μολπ-ῆτις, [dialect] Dor. [suff] μολπ-ᾶτις, ιδος, ,
A she who sings and dances, metaph.,

κερκίδα τὰν ἱστῶν μολπάτιδα AP6.288

(Leon.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μολπήτις — μολπῆτις, δωρ. τ. μολπᾱτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που άδει και χορεύει συγχρόνως, τραγουδίστρια και χορεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επίθημα ῆτις, ήτιδος (πρβλ. λιμν ήτις, τεχν ήτις)] …   Dictionary of Greek

  • μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”